χρεωστώ

χρεωστώ
(ε) 1. μετ. задолжать;

χρεωστώ μεγάλα ποσά — задолжать большую сумму;

2. αμετ.
1) быть должником, быть в долгу;

χρεωστώ σ' όλον τον κόσμο — я должен всем;

2) быть обязанным, быть должным;

χρεωστώ να τον υποστηρίξω — я должен его поддержать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χρεωστώ" в других словарях:

  • χρεωστώ — χρεωστῶ, έω, ΝΜΑ, και χρωστώ και χρωστάω και λόγιος τ. χρεστώ Ν οφείλω, έχω χρέος, είμαι χρεώστης νεοελλ. 1. μτφ. έχω υποχρέωση, έχω καθήκον, έχω ηθική οφειλή («τού χρωστάω τα πάντα») 2. φρ. α) «χρωστάει τα μαλλοκέφαλά του» έχει μεγάλο χρέος,… …   Dictionary of Greek

  • χρεωστώ — και χρωστώ και χρωστάω 1. είμαι χρεώστης, έχω χρέος, οφείλω: Χρωστάει τα μαλλοκέφαλά του. 2. έχω καθήκον, έχω υποχρέωση. 3. φρ., «Xρωστάει της Μιχαλούς», είναι τρελός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρεωστῶ — χρεωστέω to be in debt pres subj act 1st sg (attic epic doric) χρεωστέω to be in debt pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχρεώστητος — η, ο (Μ ἀχρεώστητος, ον) [χρεωστώ] Ι. (για ποσό χρηματικό ή τόκους) αυτός που δεν χρωστιέται, που δεν οφείλεται II. επίρρ. φρ. «αχρεωστήτως ληφθέντα» που δόθηκαν χωρίς να τα δικαιούται αυτός που τα πήρε …   Dictionary of Greek

  • διαφορά — Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία. (Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η… …   Dictionary of Greek

  • κεχρεωστημένως — (Α) επίρρ. επαξίως, κατ αξίαν, όπως αξίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχρεωστημένος (μτχ. τού παρακμ. κεχρεώστημαι < χρεωστῶ «οφείλω»] …   Dictionary of Greek

  • προσχρεωστώ — έω, Α χρεωστώ επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • χρεώστημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [χρεωστῶ] χρέος, οφειλή …   Dictionary of Greek

  • χρεώστησις — ήσεως, ἡ, Α [χρεωστῶ] (κατά τον Ησύχ.) χρέος, οφειλή …   Dictionary of Greek

  • χρωστώ — και ασυναίρ. τ. χρωστάω Ν βλ. χρεωστώ …   Dictionary of Greek

  • ευγνωμοσύνη — η 1. αναγνώριση του καλού που μας έγινε. 2. ευχαριστία, εκδήλωση ευχαριστίας: Χρεωστώ ευγνωμοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»